Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη γονεϊκή εμπλοκή μπορούν να διακριθούν σε εκείνες που αφορούν τους γονείς, εκείνες που αφορούν τα παιδιά, εκείνες που αφορούν τους δασκάλους και εκείνες που αφορούν το σχολείο. Οι παράγοντες αυτοί, σύμφωνα με τις έρευνες, είναι πιθανό να προκαλούν αυξομειώσεις στη συχνότητα και την ένταση, αλλά και το είδος γονεϊκής εμπλοκής.
Παράγοντες που αφορούν το γονιό
Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν το βαθμό εμπλοκής των γονιών στη ζωή του παιδιού τους είναι βασικά το φύλο, το κοινωνικο-οικονομικό τους επίπεδο και οι στάσεις τους απέναντι στο σχολείο.
Όσο αφορά το πρώτο χαρακτηριστικό, οι έρευνες δείχνουν ότι οι μητέρες εμπλέκονται περισσότερο από τους πατέρες στη σχολική ζωή του παιδιού είτε από επιλογή είτε επειδή τους ανατίθεται αυτός ο ρόλος. Λίγοι είναι οι πατέρες που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν το παιδί με τα μαθήματά του ή που επισκέπτονται το σχολείο προκειμένου να ενημερωθούν για την πρόοδό του.
Το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο λειτουργεί ως ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει την εμπλοκή των γονιών. Ο Sustek διακρίνει τρεις κατηγορίες γονέων ως προς την ετοιμότητά τους να συνεργαστούν με το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Αυτές είναι:
- Στην πρώτη κατηγορία, εντάσσονται όσοι γονείς θεωρούν το σχολείο ως έναν απρόσωπο γραφειοκρατικό οργανισμό, που είναι καλύτερο να τον αποφεύγει κανείς. Για το λόγο αυτόν, οι γονείς της κατηγορίας αυτής σπάνια πηγαίνουν στο σχολείο, για να συζητήσουν με τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τα παιδιά τους. Προέρχονται, συνήθως, από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και είναι τόσο πολύ απασχολημένοι με τα επαγγελματικά και τα οικογενειακά τους προβλήματα, ώστε να μην μπορούν να διαθέσουν τον απαραίτητο χρόνο να ασχοληθούν με το σχολείο, που ενδεχομένως θα τους δημιουργήσει επιπρόσθετες έγνοιες. Συνήθως, έχουν αρνητική εικόνα για το σχολείο από τα μαθητικά τους χρόνια ή ακόμα θεωρούν τους εαυτούς τους ανίκανους να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους.
- Στη δεύτερη κατηγορία γονέων, εντάσσονται οι γονείς οι οποίοι θεωρούν το σχολείο ένα μέσο προώθησης της κοινωνικής ανόδου των παιδιών τους. Εν μέρει χρησιμοποίησαν και αξιοποίησαν και οι ίδιοι το σχολείο ως εφαλτήριο επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης και πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο να εργάζεται κανείς σκληρά για την απόκτηση τίτλων σπουδών. Προέρχονται, συνήθως, από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά στην Ελλάδα υπάρχουν και γονείς από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα οι οποίοι διακατέχονται από την αντίληψη αυτή. Οι γονείς, όμως, που προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης στο σχολείο και προσέγγισης των εκπαιδευτικών.
- Στην τρίτη κατηγορία, συγκαταλέγονται γονείς που στην πλειονότητά τους επίσης προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Δεν ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την προώθηση των ενδιαφερόντων και στόχων των παιδιών τους, αλλά μέσω της συνεργασίας τους με τους εκπαιδευτικούς, τα συλλογικά όργανα των γονέων και άλλων φορέων επιδιώκουν τη βελτίωση των συνθηκών μάθησης και διαβίωσης στο σχολείο, ώστε να ωφεληθούν όλα τα παιδιά και όχι μόνο τα δικά τους.
Οι γονείς που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα είναι δύσκολο να διατηρήσουν την επαφή με το σχολείο, όχι μόνο για πρακτικούς, αλλά και για ψυχολογικούς λόγους. Για παράδειγμα, οι γονείς αυτοί δεν μπορούν να παίρνουν τόσο εύκολα άδεια από τη δουλειά τους όσο οι γονείς που ανήκουν σε ανώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, και επιπλέον μπορεί να έχουν υποχρεώσεις με τις οποίες δεν μπορεί να ασχοληθεί κανένας άλλος.
Όσο για τους ψυχολογικούς λόγους, οι γονείς που δεν ανήκουν στην άρχουσα κοινωνικο-οικονομική τάξη πολλές φορές αισθάνονται αδέξια στο χώρο του σχολείου. Ένας λόγος είναι οι πολιτισμικές διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των δασκάλων και κάποιων γονιών, οι οποίες κάνουν τους τελευταίους να νιώθουν κατά κάποιο τρόπο παρείσακτοι μέσα στο σχολείο. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι τα αρνητικά αισθήματα για το σχολικό περιβάλλον που οι γονείς κουβαλούν μέσα τους από την περίοδο που οι ίδιοι ήταν μαθητές, αισθήματα τα οποία ξαναζωντανεύουν από την παρουσία τους στο σχολείο.
Επιπλέον, οι γονείς που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, συνήθως, έχουν περιορισμένες ακαδημαϊκές γνώσεις και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να βοηθήσουν τα παιδιά τους στις κατ’ οίκον εργασίες. Πρέπει πάντως να τονίσουμε ότι το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην εμπόδιο και για τα υπόλοιπα είδη γονεϊκής εμπλοκής.
Επιπλέον, καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του γονιού απέναντι στην εκπαίδευση ως αξία είναι το δικό του μορφωτικό επίπεδο. Συνέπεια των στάσεων αυτών είναι σε κάποιο βαθμό και η εμπλοκή του γονιού στην εκπαιδευτική διαδικασία του παιδιού του τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Ως εκ τούτου, το μορφωτικό επίπεδο των γονιών θεωρείται μία από τις παραμέτρους της εμπλοκής. Οι Baker και Stevenson αναφέρουν ότι στη δική τους έρευνα πιο μορφωμένες μητέρες φάνηκαν να ξέρουν περισσότερα από τις λιγότερο μορφωμένες σχετικά με την επίδοση του παιδιού τους στο σχολείο, διατηρούσαν στενότερη επαφή με τους δασκάλους και είχαν την τάση να αναλαμβάνουν δράση για να διαχειριστούν πιθανά προβλήματα του παιδιού τους στο σχολείο. Αυτό δε σημαίνει ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ορισμένων οικογενειών θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για τον αποκλεισμό τους.
Παράγοντες που αφορούν το παιδί
Ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονεϊκή εμπλοκή και αφορούν το παιδί, οι πιο κρίσιμοι είναι η ηλικία και το φύλο του.
Γονείς μικρότερων σε ηλικία μαθητών εμπλέκονται περισσότερο στην εκπαιδευτική τους διαδικασία από ό,τι γονείς μεγαλύτερων μαθητών. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι οι γονείς πιστεύουν πως η ενεργός συμμετοχή τους στη ζωή του παιδιού κατά τα κρίσιμα, πρώιμα χρόνια μπορεί να επιφέρει μια ουσιαστική διαφορά. Ακόμη, μπορεί να απομακρύνονται στη συνέχεια, όταν διαπιστώσουν ότι η παρουσία τους δεν είναι πλέον τόσο απαραίτητη.
Οι Stevenson και Baker δηλώνουν ότι, σύμφωνα με τα ευρήματά τους, η γονεϊκή εμπλοκή διαφέρει ανάλογα και με το φύλο του παιδιού, και όχι μόνο με την ηλικία του. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουν ότι οι γονείς των αγοριών είναι περισσότερο εμπλεγμένοι από ό,τι οι γονείς των κοριτσιών, και δικαιολογούν το εύρημα αυτό με το επιχείρημα ότι τα αγόρια είναι πιο απείθαρχα, παρουσιάζουν συνήθως πιο καθυστερημένη έναρξη στη σχολική εργασία, είναι λιγότερο υπεύθυνα σε ό,τι αφορά την εργασία τους και γενικά η σχολική τους επίδοση είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη των κοριτσιών.
Παράγοντες που αφορούν τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο
Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γονεϊκή εμπλοκή και σχετίζεται με τους εκπαιδευτικούς είναι η στάση που έχουν απέναντι στους γονείς. Οι εκπαιδευτικοί πολλές φορές αποθαρρύνουν τη γονεϊκή εμπλοκή, καθώς την εκλαμβάνουν ως απειλή για το επαγγελματικό τους κύρος. Πολλοί, συχνά θεωρούν τον εαυτό τους αποκλειστικά υπεύθυνο να κατευθύνει το παιδαγωγικό τους έργο και επιθυμούν να διατηρούν τη σχέση ισχύος που διαθέτουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ άλλοι αμφισβητούν την αξία της γονεϊκής εμπλοκής. Τέλος, κάποιοι δεν προτίθενται να παραδεχθούν ότι χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων ή θεωρούν ότι οι γονείς δεν είναι ικανοί να συνδράμουν θετικά στο έργο τους.
Σημαντικό ρόλο, τέλος, στην επίτευξη συνεργασίας γονιού-εκπαιδευτικών παίζουν και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του σχολείου, όπως το σχολικό κλίμα, η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών, οι δυσκολίες πρόσβασης στο σχολείο καθώς, επίσης, και η στάση του διευθυντή της σχολικής μονάδας απέναντι στη γονεϊκή εμπλοκή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεωργίου, Στ. (2009). Σχέση Σχολείου-Οικογένειας και Ανάπτυξη του Παιδιού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μπόνια, Α., Μπρούζος, Α., & Κοσσυβάκη, Φ. (2007). Αντιλήψεις και στάση εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τους παράγοντες που δυσχεραίνουν τη γονεϊκή εμπλοκή στο σχολείο. Στο Α. Μπρούζος, Π. Μισαηλίδη, Α. Εμβαλωτής, & Α. Ευκλείδη (Επιμ. Εκδ.) Σχολείο και Οικογένεια (σελ. 69-96). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μπρούζος, Α. (2009). Ο εκπαιδευτικός ως λειτουργός συμβουλευτικής: μια ανθρωπιστική πλευρά της εκπαίδευσης (3η συμπληρωμένη και επαυξημένη έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.