Τα πρώτα προγράμματα αγωγής υγείας εστιάζονταν κυρίως στην παροχή πληροφοριών για τις μεταδοτικές ασθένειες και στη βασική ιατρική φροντίδα. Αντίθετα, τα σύγχρονα προγράμματα αγωγής υγείας περιλαμβάνουν δραστηριότητες οι οποίες επιδιώκουν την τροποποίηση της συμπεριφοράς σε θέματα που σχετίζονται με την υγεία.
Σήμερα η έννοια της υγείας έχει διευρυνθεί: εκτός από τη σωματική, υπάρχει και η ψυχική και συναισθηματική υγεία, καθώς και οι κοινωνικές διαστάσεις της. Ως εκ τούτου στα σχολεία ορισμένων εκπαιδευτικών συστημάτων (π.χ. στο αμερικανικό) υπάρχουν κλινικές οι οποίες στελεχώνονται από ειδικούς διαφόρων κλάδων και παρέχουν μεγάλο εύρος υπηρεσιών και προγραμμάτων αγωγής υγείας. Η εκπαίδευση σε θέματα υγείας μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες που αφορούν την πρόληψη των προβλημάτων των παιδιών: (α) τραυματισμοί και σωματική βία, και (β) συνήθειες και τρόποι ζωής που σχετίζονται με την υγεία.
Στη σχετική βιβλιογραφία τονίζεται ιδιαίτερα η σπουδαιότητα έναρξης της εφαρμογής των προγραμμάτων αγωγής υγείας σε πολύ νεαρή ηλικία, και συγκεκριμένα στην αρχή της σχολικής ηλικίας. Πρόκειται για περίοδο κατά την οποία διαμορφώνονται οι στάσεις και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία και την πρόληψη, και τα παιδιά μπορούν να πάρουν αποφάσεις και να αναπτύξουν σωστές συνήθειες. Με άλλα λόγια, τα προγράμματα πρέπει να εφαρμοστούν προτού παγιωθούν συγκεκριμένες στάσεις και αντιλήψεις, οπότε και είναι δύσκολη η αλλαγή τους.
Οι σύγχρονες προσεγγίσεις συνεκτιμούν τη σημαντική επίδραση των ατομικών και των περιβαλλοντικών παραμέτρων στα θέματα που αφορούν την υγεία. Τα προγράμματα αγωγής υγείας επικεντρώνονται σε θέματα όπως η διατροφή, η σωματική άσκηση, το κάπνισμα, η χρήση ουσιών και η προσωπική ασφάλεια. Τα προγράμματα που επιδιώκουν τη μεταβολή περιβαλλοντικών παραμέτρων ενδιαφέρονται κυρίως για αλλαγές σε σχέση με τη συμμετοχή των γονέων και την τροποποίηση της στάσης και των συνηθειών τους σε θέματα υγείας, καθώς και για αλλαγές της οργάνωσης του σχολικού περιβάλλοντος. Στη δεύτερη περίπτωση τα κυλικεία των σχολείων υποχρεώνονται να παρέχουν υγιεινότερες τροφές στους μαθητές και επιπλέον επιβάλλονται αλλαγές στο μάθημα της φυσικής αγωγής και άλλες σχετικές δραστηριότητες.
Τα προγράμματα αγωγής υγείας που ασχολούνται με τις σεξουαλικές σχέσεις και το AIDS διαχωρίζουν τις δραστηριότητες των μαθητών σε ασφαλείς και σε λιγότερο ασφαλείς, δηλαδή σε δραστηριότητες που αυξάνουν ή μειώνουν τους σχετικούς κινδύνους, όπως είναι, για παράδειγμα, η χρήση του προφυλακτικού.
Σύμφωνα με την ανασκόπηση 23 ερευνών, τα αποτελεσματικά προγράμματα σεξουαλικής αγωγής παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(α) επικεντρώνονται με συγκεκριμένο τρόπο στη μείωση των ριψοκίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, μόλυνση από HIV ή άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα κ.πλ., (β) βασίζονται σε θεωρίες κοινωνικής μάθησης, δίνοντας έμφαση στην αναγνώριση των κοινωνικών επιρροών, στην αλλαγή των ατομικών αξιών και των κανόνων της ομάδας, καθώς και στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, (γ) περιλαμβάνουν δραστηριότητες που είναι σχεδιασμένες να παρέχουν θεμελιώδη και έγκυρη πληροφόρηση, προσαρμοσμένη στις προσωπικές ανάγκες, σχετικά με τους κινδύνους της μη ασφαλούς σεξουαλικής επαφής και τις μεθόδους αποφυγής της, (δ) προβλέπουν πρόσθετες δραστηριότητες που θίγουν τις επιδράσεις της κοινωνίας και των ΜΜΕ στις σεξουαλικές συμπεριφορές, (ε) ενισχύουν σαφείς και κατάλληλες αρχές που προσανατολίζουν τις αξίες του ατόμου και τις νόρμες της ομάδας στην αποφυγή της μη ασφαλούς σεξουαλικής επαφής, (στ) χρησιμοποιούν τη μίμηση προτύπων και την πρακτική εξάσκηση στην επικοινωνία και διδάσκουν τη διαπραγμάτευση και τις δεξιότητες αντίστασης στην πειθώ.
Μια ανασκόπηση των προγραμμάτων που σχετίζονται με την πρόληψη της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης στην εφηβική ζωή καταλήγει σε ορισμένα κοινά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις: (α) διατύπωση ξεκάθαρων στόχων αναφορικά με τις προηγούμενες εμπειρίες των συμμετεχόντων από τις σεξουαλικές σχέσεις, (β) πρώιμη παρέμβαση προτού το άτομο βιώσει την πρώτη του εμπειρία, όταν δηλαδή η ομάδα-στόχος βρίσκεται στην προεφηβεία, (γ) συστηματικές παρεμβάσεις οι οποίες αφορούν την παροχή πληροφοριών, τη διασαφήνιση μύθων και στερεοτύπων για τις σεξουαλικές σχέσεις και την εγκυμοσύνη, την εκμάθηση δεξιοτήτων λήψης αποφάσεων και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, (δ) έμφαση στις επιδράσεις που ασκούν περιβαλλοντικοί παράγοντες στη σεξουαλική συμπεριφορά.
Τα πορίσματα ερευνών για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αγωγής υγείας αναφέρουν ότι πολλά συναφή ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα, ότι η τροποποίηση επέρχεται στις γνώσεις και όχι στη συμπεριφορά των παιδιών, ότι τα προγράμματα διαρκείας δύο ετών έχουν μεγαλύτερη επίδραση στη συμπεριφορά, και ότι οι στόχοι των προγραμμάτων είναι απαραίτητο να συνδέονται και με ατομικές και με περιβαλλοντικές παραμέτρους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χατζηχρήστου, Χ. (2004). Εισαγωγή στη σχολική ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.