Μεγαλώνοντας παιδιά με ΔΕΠ-Υ
Μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά τους; Αν το σχολείο είναι «αναγκαίο κακό» με την έννοια ότι δύσκολα μπορούν να αποφύγουν ή να επηρεάσουν τις καταστάσεις μέσα σε αυτό, τότε είναι οι ίδιοι οι γονείς που καλούνται να βοηθήσουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που θα τα διευκολύνουν να προσαρμοστούν πιο εύκολα.
Όταν γίνει διάγνωση ΔΕΠ – Υ σε ένα παιδί, πολλοί γονείς μπορεί να ανησυχήσουν ή να ταραχτούν, ενώ άλλοι μπορεί να ανακουφιστούν εφόσον έχει βρεθεί η αιτία για τα προβλήματα του παιδιού τους. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς ότι η ΔΕΠ – Υ δεν είναι αποτέλεσμα «κακής γονεϊκής φροντίδας» και ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα θεραπειών που βοηθούν στον έλεγχο των συμπτωμάτων. Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς γονιός ενός παιδιού με ΔΕΠ – Υ. Οι δυσκολίες και το στρες μπορεί να είναι πολύ έντονα. Η ανάγκη για διαρκή και στενή επίβλεψη από πλευράς των γονιών μπορεί να προκαλέσει τεράστια πίεση στη ζωή της οικογένειας.
Είναι γνωστό ότι στις οικογένειες που έχουν ένα παιδί με ΔΕΠ – Υ, οι γονείς βιώνουν αυξημένα συναισθήματα αποτυχίας και απογοήτευσης, έχουν συχνότερες συγκρούσεις με τον/τη σύζυγο και μεγαλύτερες πιθανότητες να καταλήξουν σε διαζύγιο. Η συνύπαρξη με ένα παιδί με ΔΕΠ – Υ μπορεί να προκαλεί ταραχή και αναστάτωση στα άλλα παιδιά της οικογένειας. Ορισμένα από τα παιδιά αυτά μπορεί να μαλώνουν και να γίνονται ανυπάκουα επειδή εξεγείρονται απέναντι στην κατάσταση που επικρατεί στην οικογένεια.
Τα άτομα με ΔΕΠ – Υ έχουν ανάγκη από οργάνωση και σταθερότητα στη ζωή τους. Οι διακοπές, οι αργίες και άλλα ιδιαίτερα γεγονότα μπορεί να διαταράξουν τη σταθερότητα αυτή και να προκαλέσουν καταστάσεις στρες. Για να αποφευχθεί αυτό, μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο αν οι γονείς ενημερώσουν το παιδί εκ των προτέρων για το τι πρόκειται να συμβεί. Οι γονείς θα πρέπει να αποσπούν την προσοχή του παιδιού όταν αναστατώνεται υπερβολικά και να παρεμβάλλουν στιγμές εκτόνωσης της πλεονάζουσας ενέργειας.
Καθοριστικής σημασίας είναι η συλλογή πληροφοριών και η προετοιμασία των γονέων ώστε να είναι σε θέση να απαντήσουν σε πιθανές ερωτήσεις του παιδιού. Η συνεργασία και η συζήτηση μεταξύ των γονέων προκαταβολικά και οι κοινές αποφάσεις σχετικά με το χειρισμό του θέματος θέτουν τις βάσεις της αντιμετώπισης.
Η σαφήνεια των πληροφοριών που παρέχουν οι γονείς στον έφηβο είναι καθοριστική. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, καθώς και φωτογραφίες των μελών της οικογένειας για να συζητηθούν οι σχέσεις μεταξύ αυτών και η κοινωνική αλληλεπίδραση. Ανάλογα με το επίπεδο λειτουργικότητας του παιδιού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σκίτσα του σώματος για έμφαση σε συγκεκριμένα μέρη και στη λειτουργία αυτών.
Η γνωριμία και η επαφή με άλλους γονείς προωθεί την εκπαίδευση μέσα από την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης του συγκεκριμένου θέματος. Η συζήτηση των ανησυχιών με ένα πρόσωπο αναφοράς, γιατρό ή άλλο επαγγελματία υγείας, που έχει την ευθύνη του παιδιού, είναι απαραίτητη. Καθοριστικής σημασίας είναι η αναγνώριση και η προσοχή στα συναισθήματα του παιδιού. Είναι μοναδική ευκαιρία για τους γονείς να το γνωρίσουν καλύτερα. Είναι επίσης σημαντικό να μη διστάσουν οι γονείς να απαντήσουν «δεν ξέρω», αν όντως δεν ξέρουν και να συνεχίσουν ως εξής: «Μπορούμε, όμως, να βρούμε μαζί την απάντηση».
Στα θέματα αυτά δεν υπάρχει μια μοναδική, κατάλληλη προσέγγιση. Οι γονείς έχουν την ευκαιρία να διερευνήσουν, να πειραματιστούν, να είναι δημιουργικοί και να μάθουν από τα λάθη και από τις επιτυχίες τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Baden, A. D., & Howe, G. W. (1992). Mothers’ attributions and expectancies regarding their conduct-disordered children. Journal of Abnormal Child Psychology, 20(5), 467-485.
Howard, B. L., & Kendall, P. C. (1996). Cognitive-behavioral family therapy for anxiety-disordered children: A multiple-baseline evaluation. Cognitive Therapy and Research, 20(5), 423-443.
Κρουσταλάκης, Γ. (1977). Παιδιά με ιδιαίτερες ανάγκες. Στην οικογένεια και το σχολείο. Ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση. Αθήνα.
Πολυχρονοπούλου, Σ. (1995). Παιδιά και έφηβοι με ειδικές ανάγκες και δυνατότητες. Αθήνα: εκδ. Σ. Πολυχρονοπούλου.