Κλινική εικόνα του παιδιού με ΔΕΠ-Υ
Το πιο τυπικό χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι η υπερκινητικότητα. Η συμπεριφορά του παιδιού με ΔΕΠ-Υ είναι βιαστική και αδέξια. Το υπερκινητικό παιδί κινείται συνεχώς, είναι ανήσυχο και δυσκολεύεται να μείνει για πολλή ώρα σε ένα σημείο. Συχνά μπορεί να κάνει ζημίες και να προκαλεί αναστάτωση στο περιβάλλον του. Όταν οι περιστάσεις απαιτούν να κάνουν οικονομία στις κινήσεις τους, τα παιδιά αυτά αισθάνονται εξαιρετικά άβολα, στριφογυρίζουν στην καρέκλα τους και κινούν νευρικά χέρια και πόδια. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι κινούνται περισσότερο από τους συνομηλίκους τους ακόμα και στον ύπνο. Τα παιδιά που συνήθως χαρακτηρίζονται «υπερκινητικά» από τους γονείς και τους δασκάλους είναι ιδιαίτερα κινητικά σε χώρους όπου οι περιστάσεις δεν το δικαιολογούν, όπως είναι οι δημόσιοι χώροι ή θορυβούν σε στιγμές ηρεμίας.
Ένα επίσης κύριο χαρακτηριστικό που εμφανίζει η κλινική εικόνα του παιδιού με ΔΕΠ-Υ είναι η ανυπομονησία. Συγκεκριμένα, τα περισσότερα από αυτά δεν περιμένουν να ακούσουν μέχρι το τέλος τις οδηγίες που τους δίνονται προτού εκτελέσουν μια δραστηριότητα, διακόπτουν τους άλλους και συχνά βιάζονται να απαντήσουν πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση που τους απευθύνεται. Δυσκολεύονται, ακόμη, να αναβάλλουν την ικανοποίηση των επιθυμιών τους και παρουσιάζουν ελάχιστη ανοχή στις ματαιώσεις. Το χαρακτηριστικό αυτό σύμπτωμα της παρορμητικότητας μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα στη λύση γλωσσικών ασκήσεων, μαθηματικών προβλημάτων και στην ορθογραφία. Επίσης, πολλές φορές επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή των άλλων με προκλητικό τρόπο, ενώ φαίνεται να αδιαφορούν για τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Επιπλέον, γίνονται συχνά οξύθυμα, αντιδρούν με έντονο τρόπο και παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά.
Το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι η ελλειμματική προσοχή. Ήδη από τη νηπιακή ηλικία δεν ολοκληρώνουν αυτό που αρχίζουν, καθώς δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για πολλή ώρα σε μια δραστηριότητα και μεταπηδούν από τη μια ασχολία στην άλλη. Οι γονείς και οι δάσκαλοι αναφέρουν ότι τα παιδιά αυτά δίνουν συχνά την εντύπωση ότι είναι απρόσεκτα και αφηρημένα, αφού συμπεριφέρονται σαν να μην ακούν τους άλλους όταν τους μιλούν και αδυνατούν να ακολουθήσουν οδηγίες και να φέρουν σε πέρας τις σχολικές εργασίες. Γενικότερα, αποφεύγουν εργασίες που απαιτούν προσπάθεια και συγκέντρωση.
Τα παραπάνω σημεία της διαταραχής μπορεί να είναι ελάχιστα ως απόντα, όταν το παιδί βρίσκεται κάτω από αυστηρό έλεγχο, αντιμετωπίζει κάποια καινούρια κατάσταση, ασχολείται με κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ή επιβραβεύεται συστηματικά για την καλή του συμπεριφορά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρβογλη, Λ., & Γαλάνη, Μ. Μ. (2007). Η διάγνωση της διάσπασης της προσοχής: πρακτικός οδηγός. Αθήνα: Καστανιώτη.
Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων: αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.
Μάνου, Ν. (2008). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.