Επιπτώσεις της ΔΕΠ-Υ στην οικογένεια
Η φροντίδα ενός αγαπημένου προσώπου, το οποίο χρειάζεται επιπλέον στήριξη λόγω της διαταραχής που παρουσιάζει, μπορεί να είναι μια προκλητική εμπειρία με αυξημένες ευθύνες, στρες και ένταση. Οι επιπτώσεις της ΔΕΠ-Υ στην οικογένεια και στην οικογενειακή ζωή έχουν ερευνηθεί σε μελέτες, με κλινικές συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, καθώς επίσης, και με παρατηρήσεις σε οικογενειακά περιβάλλοντα.
Ο ρόλος των υποχρώσεων
Οι γονείς ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ έχουν αυξημένες απαιτήσεις φροντίδας, γιατί δεν πρέπει μόνο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του παιδιού, αλλά και να υλοποιήσουν και να διαχειριστούν τη φαρμακευτική αγωγή και τις συμπεριφορικές παρεμβάσεις (που συνήθως προτείνονται από τους ειδικούς), καθώς και να διασφαλίσουν ότι αυτές υλοποιούνται και στο σχολείο. Ως αποτέλεσμα αυτών των απαιτήσεων, οι γονείς παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης, μειωμένο αίσθημα της βούλησης ή της επιλογής, και σε μεγαλύτερο βαθμό συζυγικές διαμάχες και διαφωνίες, από ότι οι γονείς παιδιών που δεν έχουν λάβει τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ.
Ο ρόλος της μητέρας αναδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικός, σύμφωνα με ποιοτικά ευρήματα έρευνας, κατά τα οποία, τα παιδιά αναγνωρίζουν τη μητέρα τους, ως περισσότερο υποστηρικτική και πιο βοηθητική στην διαχείριση των δυσκολιών που προκύπτουν από τη διαταραχή τους. Οι μητέρες έχουν, συνήθως, τον ρόλο του φροντιστή μέσα στις οικογένειες και τα άλλα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των πατέρων, αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων είναι αφημένο σε αυτές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μητέρες φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για το εξαιρετικά δύσκολο έργο της φροντίδας του παιδιού, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνες για την οργάνωση του σπιτιού και της οικογενειακής ζωής, είναι αυτές που μαθαίνουν τα πάντα για τη ΔΕΠ/Υ, και ενεργούν ως υπερασπιστές του παιδιού και ως σύνδεσμος με το σχολείο, το σύστημα υγείας, την ευρύτερη οικογένεια και τη γειτονιά. Οι αυξημένες αυτές απαιτήσεις, τις καθιστούν ευάλωτες στις επιπτώσεις της διαταραχής στην ψυχική τους υγεία και αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, από ότι οι μητέρες που δεν μεγαλώνουν παιδί με ΔΕΠ-Υ.
Ηλικία παιδιού και οικογένεια
Η σύγκρουση γονέα-παιδιού κλιμακώνεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας στις περισσότερες οικογένειες, και η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς εφήβων με ΔΕΠ-Υ (ιδιαίτερα κατάχρηση ουσιών και αντικοινωνική συμπεριφορά) και στα αυξημένα οικογενειακά προβλήματα.
Ενώ, τα αποτελέσματα άλλων ερευνών προτείνουν ότι όσο αυξάνεται η ηλικία του παιδιού με ΔΕΠ-Υ αυξάνονται οι συγκρούσεις στην οικογένεια, ανεξάρτητα από τον βαθμό των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών. Με άλλα λόγια, υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ηλικία και τις οικογενειακές συγκρούσεις ανεξάρτητα από τα συμπεριφορικά προβλήματα των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Μία εξήγηση αυτού του ευρήματος πιθανόν να είναι ότι οι οικογένειες που έχουν εφήβους με ΔΕΠ-Υ μπορεί να έχουν φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου και οι προηγουμένως ενεργοποιημένοι μηχανισμοί αντιμετώπισης να εξαντλούνται όλο και περισσότερο όσο βιώνουν το στρες που προκαλεί η ΔΕΠ-Υ. Οι οικογενειακές συγκρούσεις αυξάνονται λόγω των σωρευτικών αρνητικών επιπτώσεων της βίωσης της έντασης που προκαλεί η ΔΕΠ-Υ στο πέρασμα του χρόνου.
Ο ρόλος του εισοδήματος
Τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας δείχνουν, ότι το επίπεδο του εισοδήματος δεν συνδέεται άμεσα με τις οικογενειακές συγκρούσεις, που συναντώνται στις οικογένειες που έχουν παιδί με ΔΕΠ-Υ, αλλά έμμεσα, μέσω της σχέσης που έχει με τα συμπεριφορικά προβλήματα του παιδιού. Οι οικογένειες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν ότι τα παιδιά τους έχουν λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς. Τα λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς συνδέονται με μειωμένη πίεση στις μητέρες και, κατά συνέπεια, με μειωμένες οικογενειακές συγκρούσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή, η αύξηση του εισοδήματος μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα και την ποσότητα των υπηρεσιών που οι οικογένειες μπορούν να παρέχουν στο παιδί τους. Ως συνέπεια αυτού, οι μητέρες λαμβάνουν κάποια ανακούφιση από την ευθύνη για την κάλυψη της πλειοψηφίας των αναγκών φροντίδας του παιδιού.
Σύμφωνα με άλλη, παλαιότερη, μελέτη, οι δυσκολίες που συνδέονται με τη ΔΕΠ-Υ μπορεί να υπερβαίνουν τις ικανότητες των περισσότερων γονέων, ανεξάρτητα από το επίπεδο του εισοδήματος, και η πρόσθετη οικονομική στήριξη μπορεί να μην μεταβάλλει σημαντικά τις καθημερινές εμπειρίες, που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκύπτουν από τη συμβίωση με ένα παιδί που παρουσιάζει αυτή τη διαταραχή. Αν και οι οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, γενικά, αναμένεται να έχουν αυξημένα προβλήματα λόγω της αυξημένης οικονομικής επιβάρυνσης, της έλλειψης εξωτερικής υποστήριξης και των λιγότερων πόρων, τα ευρήματα δεν υποστηρίζουν αυτή τη παραδοχή. Το εισόδημα δεν αποτελεί από μόνο του καθοριστικό παράγοντα στην εμφάνιση αυξημένων προβλημάτων στις οικογένειες παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Οι έρευνες καταδεικνύουν ως σημαντικότερο τον ρόλο των συμπεριφορικών προβλημάτων και των δυσκολιών που παρουσιάζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ.
Ο ρόλος των συμπεριφορικών προβλημάτων και των δυσκολιών του παιδιού
Δεδομένων των δυσκολιών που σχετίζονται με τη διαταραχή, η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ μπορεί να προκαλέσει, σε σημαντικό ποσοστό, δυστυχία και άγχος στα μέλη της οικογένειας. Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι λιγότερο υποχωρητικά και πιο απαιτητικά από ό, τι τα άλλα παιδιά. Χαμηλή αυτοεκτίμηση, μεταβλητότητα της διάθεσης, χαμηλή ανοχή στις ματαιώσεις, επιθετικότητα, χαμηλά κίνητρα, διαταραχή της βραχυπρόθεσμης μνήμης, φτωχές κοινωνικές δεξιότητες και κοινωνική ανωριμότητα έχουν επίσης αναφερθεί ως χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ. Η παρουσία αυτών των συμπτωμάτων παρεμποδίζει σημαντικά την ικανότητα του παιδιού να λειτουργήσει με επιτυχία στο σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον και το σπίτι, και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συγκρούσεις του παιδιού με τον δάσκαλο, τους συνομήλικους και τους γονείς. Η στρεσογόνα και απαιτητική φύση της διαταραχής, μπορεί να προκαλέσει σημαντική αναστάτωση στο οικογενειακό περιβάλλον και τη ψυχολογική λειτουργία των γονέων, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη συνολική επιβάρυνση από όλες τις ψυχικές διαταραχές που έχουν έναρξη στην παιδική ηλικία.
Πράγματι, οι γονείς των παιδιών με ΔΕΠ-Υ βιώνουν μεγαλύτερη ένταση και στρες από τους γονείς των παιδιών που δεν έχουν τη διαταραχή. Οι γονείς των παιδιών με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν, ακόμη, κατάθλιψη, κοινωνική απομόνωση και προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ. Και η έρευνα των Kepley και Ostrander, έδειξε ότι τα χαρακτηριστικά των γονέων που έχουν παιδί με ΔΕΠ-Υ (με ή χωρίς συννοσηρότητα αγχώδους διαταραχής) ήταν παρόμοια, και διαφορετικά από τους γονείς παιδιών χωρίς ΔΕΠ-Υ. Σε ότι αφορά στα αδέρφια των παιδιών με ΔΕΠ-Υ, αυτά αναφέρουν ότι πέφτουν θύματα σωματικής βίας, λεκτικής επιθετικότητας και χειραγώγησης. Επιπλέον ζηλεύουν τον επιπλέον χρόνο που αφιερώνουν οι γονείς στο παιδί με τη ΔΕΠ-Υ .
Λόγω των σοβαρών προβλημάτων συμπεριφοράς, που τα παιδιά και οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν, οι γονείς αναφέρουν περισσότερη αρνητικότητα στην κοινωνική τους ζωή και αισθάνονται λιγότερο ικανοί σε σχέση με τις ικανότητές τους για την ανατροφή των παιδιών τους. Οι γονεϊκές στρατηγικές που αναπτύσσονται σε οικογένειες παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι περισσότερο αρνητικές-αντιδραστικές και λιγότερο θετικές. Ο Johnston έχει περιγράψει ένα αρνητικό-αντιδραστικό μοτίβο που περιλαμβάνει συμπεριφορές αποστροφής και ασυμφωνίας από μέρους τόσο των γονέων όσο και του παιδιού, υψηλά επίπεδα γονικής κατευθυντικότητας και αποδοκιμασίας, μη συμμόρφωση των παιδιών και απροσεξία, καθώς και αρνητικά συναισθήματα που προέρχονται και από τις δύο πλευρές.
Οι οικογένειες μεπαιδιά που έχουν ΔΕΠ-Υ αντιμετωπίζουν, επίσης, σημαντικές διαπροσωπικές συγκρούσεις. Παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα συζυγικών συγκρούσεων και περιορισμένη οικογενειακή συνοχή. Αυτές οι οικογένειες εμφανίζουν έναπολύ μεγαλύτερο ποσοστό διαζυγίων, λιγότερη επαφή μετην υπόλοιπη οικογένεια, καιλιγότερες θετικές εμπειρίες,σε σύγκριση μετις οικογένειεςπου δεν έχουν παιδιά με ΔΕΠ-Υ. Οι περισσότερες μελέτες, με παιδιά που έχουν διαγνωστείμε ΔΕΠ-Υ (με ή χωρίς συννοσηρότητα αγχώδους διαταραχής) αναδεικνύουν παρόμοια, σχετικά υψηλά,επίπεδα οικογενειακών συγκρούσεων, και χαμηλά επίπεδα έκφρασης και συνοχής σε αυτές τις οικογένειες.
Αντιθέτως, σε άλλη έρευνα, δεν φάνηκε σημαντική άμεση σχέση ανάμεσα στα συμπεριφορικά προβλήματα του παιδιού και τις οικογενειακές συγκρούσεις. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα δυστυχίας και ψυχικής πίεσης στην μητέρα, τα οποία στη συνέχεια συνδέονται με αυξημένες οικογενειακές συγκρούσεις. Με άλλα λόγια, τα αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού συνδέονται με συγκρουσιακές οικογενειακές αλληλεπιδράσεις, μέσω της συναισθηματικής κατάστασης της μητέρας Από τα αποτελέσματα αυτά προκύπτει ότι ο βαθμός της δυστυχίας της μητέρας πιθανόν να μεσολαβεί στη σχέση ανάμεσα στη συμπεριφορά του παιδιού και τις οικογενειακές συγκρούσεις, γεγονός που δείχνει τον κεντρικό χαρακτήρα του ρόλου που οι μητέρες παίζουν σε αυτές τις οικογένειες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barkley, R. A., Fischer, M., Edelbrock, C., & Smallish, L. (1991). The adolescent outcome of hyperactive children diagnosed by research criteria–III. Mother–child interactions, family conflicts and maternal psychopathology. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 32, 233–255.
Barkley, R. A. (2005). Attention-deficit hyperactivity disorder: A handbook for diagnosis and treatment (3rd ed.). New York: Guilford.
Johnston, C., & Mash, E. J. (2001). Families of children with attention deficit/hyperactivity disorder: Review and recommendations for future research. Clinical Child and Family Psychology Review, 4(3), 183-207.
Kendall, J., Leo, M., Perrin, N., & Hatton, D. (2005). Modeling ADHD Child and Family Relationships. Western Journal of Nursing Research, 27(4), 500-518.
Kepley, H., & Ostrander, R. (2007). Family Characteristics of Anxious ADHD Children : Preliminary Results. Journal of Attention Disorders, 10, 317-323.
Mendenhall, A. N., & Mount, K. (2011). Parents of Children With Mental Illness: Exploring the Caregiver Experience and Caregiver-Focused Interventions. Families in Society: The Journal of Contemporary Social Services, 92(2), 183-190.
Riley, A. W., Lyman, L. M., Spiel, G., Dopfner, M., Lorenzo, M. J., & Ralston, S.J. (2006). The Family Strain Index (FSI). Reliability, validity, and factor structure of a brief questionnaire for families of children with ADHD. European Child & Adolescent Psychiatry, 15(1), 72-78.